- ελατηριωτός
- -ή, -όαυτός που έχει ελατήριο, που λειτουργεί με ελατήριο («ελατηριωτός στατήρας»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παράκυκλος — ό, ΝΑ νεοελλ. 1. το εμβαδόν ή η επιφάνεια που περιέχεται μεταξύ δύο ομόκεντρων κύκλων 2. βιολ. η μακρόχρονη εγκατάσταση, σε ένα μόνο είδος δέντρου, ενός εντόμου τού οποίου ο αναπαραγωγικός κύκλος περιλαμβάνει κανονικά τη διαδοχική μετανάστευση… … Dictionary of Greek